- επίκαυστος
- ος , ον подпалённый, слегка обожжённый, опалённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίκαυστος — η, ο ο καμένος στην επιφάνειά του, καψαλισμένος, τσουρουφλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο σε τος τού ρ. επικαίω] … Dictionary of Greek